εμπολιορκώ

εμπολιορκώ
ἐμπολιορκῶ (-έω) (Α)
πολιορκώ μέσα σ' έναν τόπο (α. «ἐνισχύσας πόλιν ἐμπολιορκῆσαι», ΠΔ Σοφ. Σειράχ
β. «ἐμπολιορκηθεὶς ὑπὸ Κασσίου», Στράβ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”